Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ!!ΟΤΑΝ ΤΟΝ ΕΠΙΣΚΕΦΘΗΚΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΙΠΕ!!’’Ελήλυθεν η ώρα ,ίνα δοξασθεί ο Υιός του Ανθρώπου’’!![VID]
Η γέννηση και η ύπαρξη του Χριστού δεν είναι ιστορία. Ακριβώς γι' αυτό το λόγο πολλοί ερμηνεύουν τα κείμενα για τον Χριστό όπως συμφέρει τους ίδιους. Έτσι βλέπουμε σε όλα τα γραπτά και τις μελέτες για τον Χριστό να απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά που συσχετίζει με οποιονδήποτε τρόπο τον Χριστό με τον Ελληνισμό, αν και οι περιοχές αυτές της Μέσης Ανατολής ήταν Ελληνικά βασίλεια ως και την εποχή του Χριστού. Η σχέση όμως του Χριστού με τους Έλληνες και τον Ελληνισμό είναι άμεση και καθορίζει τον λόγο του Θεανθρώπου σε όλες τις ιδέες, σε όλες τις διδαχές, σε όλες τις προτροπές προς τους ανθρώπους όλων των Εθνών. Σε κάθε λόγο του Χριστού φαίνεται η πραγματική αντίθεσή Του με τα γραπτά της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτή η αντίθεση του Χριστού με τους γηγενείς λαούς της περιοχής και την Παλαιά Διαθήκη είναι στην πραγματικότητα η αιτία που οι λαοί της περιοχής τον καταδικάζουν στην σταύρωση. Ο λόγος του Χριστού σχετίζεται περισσότερο με το φωτεινό πνεύμα των Ελλήνων και λιγότερο με τις σκοτεινές σελίδες της Παλαιάς Διαθήκης που διδάσκουν το μίσος. Όποιος διαβάσει τα Ευαγγέλια χωρίς προκατάληψη και ανόητους δογματισμούς θα καταλάβει αμέσως πως ο λόγος του Χριστού πηγάζει από την σοφία και το φως των Ελλήνων. Ακριβώς γι' αυτό τον λόγο, οι άνθρωποι που επιθυμούν να κρατήσουν τους πιστούς του Χριστιανισμού στο επίπεδο του ποιμνίου, με όλες τους τις δυνάμεις, παραχαράσσοντας τα ίδια τα κείμενα, αλλοιώνουν και αποκρύπτουν την άμεση σχέση του Θεανθρώπου με τον Ελληνισμό. Εμείς μέσα από κάποια βίντεο θα επαναφέρουμε στη σωστή και αληθινή βάση την σχέση του Χριστού με τον Ελληνισμό. Γιατί, ο Χριστός είναι Έλληνας.
Το ευαγγέλιο Όρθρου του Ιωάννη (κ.ιβ΄ 12/ 17-50), αναφέρεται σε μια συνάντηση του Ιησού με Έλληνες . Η συνάντηση σύμφωνα με την αναφορά του Ευαγγελιστή έγινε αμέσως μετά την θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσύλημα με την μεσολάβηση των μαθητών του Φίλιππου και Ανδρέα οι οποίοι του μετέφεραν το αίτημα των Ελλήνων να τον συναντήσουν .
Η αναφορά του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου είναι εξόχως καθαρή : «῏Ησαν δέ τινες ῞Ελληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων, ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ. Οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν, λέγοντες· Κύριε, θέλομεν τὸν ᾿Ιησοῦν ἰδεῖν. Ἔρχεται Φίλιππος, καὶ λέγει τῷ ᾿Ανδρέᾳ, καὶ πάλιν ᾿Ανδρέας καὶ Φίλιππος λέγουσι τῷ ᾿Ιησοῦ. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» . Το ενδιαφέρον σ΄ αυτήν την Ευαγγελική αναφορά δεν είναι τόσο η συνάντηση αυτή καθ΄ αυτή όσο η απάντηση του Ιησού (Ελήλυθεν η ώρα ,ίνα δοξασθεί ο Υιός του Ανθρώπου» !!
Γιατί ο Ιησούς αντί μιας καταφατικής μονολεκτικής απάντησης είπε αυτήν την φράση; Τί εννοούσε ; Τί γνώριζε ; Ποιο περιεχόμενο έδωσε; Ερωτήματα που προκύπτουν αβίαστα από την φράση του Ιησού .
Δεν πρέπει να ξεπερνάμε αβασάνιστα το γεγονός ότι οι Έλληνες ζητούν μεσολάβηση από μαθητές που φέρουν καθαρά Ελληνικά ονόματα (Φίλιππος, Ανδρέας) ως επίσης και το γεγονός ότι σε καμία άλλη συνάντηση που είχε κατά καιρούς ο Ιησούς δεν προβαίνει σε ανάλογο σχολιασμό και φυσικά δεν δίνει το περιεχόμενο που έδωσε στην εν λόγω συνάντηση με τους Έλληνες !! Το γεγονός τούτο εξηγεί πολλά και δίνει απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα .
Αλλά ας επιχειρήσουμε να εμβαθύνουμε στο γεγονός προκειμένου να καταδείξουμε ότι μόνο τυχαίο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί το σχόλιο του Ιησού για την συνάντησή του με τους Έλληνες.
Αυτό που πρέπει να τονισθεί είναι ότι, αντίθετα με την άποψη ερευνητών, ο Ελληνισμός συνδέεται στενά με την όλη προοπτική του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου. Υπάρχει πρώτα σ’ αυτό μια χαρακτηριστική έμφαση στον οικουμενικό χαρακτήρα και στην αποστολή του Ιησού Χριστού, μια διεύρυνση του ορίζοντος της σωτηρίας που προσφέρει ο Χριστός σε παγκόσμια κλίμακα. Ο Χριστός, τονίζεται, ήλθε στον κόσμο για να φωτίσει «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» ∙ είναι «ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», ο οποίος θα ελκύση «πάντας» κοντά του, ώστε να «σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ».
Επίσης η προφητεία ότι ο Ιησούς «ἔμελλεν ἀποθνήσκειν … οὐχ ὑπέρ τοῦ ἔθνους μόνον (δηλαδή των Ιουδαίων), ἀλλ ‘ ἵνα καί τά τέκνα τοῦ Θεοῦ τά διασκορπισμένα συναγάγῃ εἰς ἕν», σε συνδυασμό με τη φράση του Ιησού «καί ἄλλα πρόβατα ἔχω , ἅ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης» μαρτυρεί την διεύρυνση του ορίζοντα του Χριστιανισμού ώστε να περιλάβει και τους λεγόμενους εθνικούς.
Δηλαδή ο Ιησούς σχολιάζοντας το αίτημα των Ελλήνων να Τον δούν, προέβλεψε όχι μόνο τη ευρύτατη διάδοση του κηρύγματός τους με εφαλτήριο τον Ελληνικό Πολιτισμό αλλά και την προϋπόθεση για τη σωτηρία τους. «Ἐὰν ἐμοὶ διακονῇ τις, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται· καὶ ἐάν τις ἐμοὶ διακονῇ, τιμήσει αὐτὸν ὁ Πατήρ. Ο Ιησούς ξεκαθαρίζει ότι όσοι τον ακολουθούν, ανεξάρτητα της εθνικότητας τους, θα τιμηθούν από το Πατέρα Θεό».
Στο Ευαγγέλιο του ο Ιωάννης μιλά με επαινετικά λόγια για τους Έλληνες. Για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του έζησε όχι μόνο στην έρημη Πάτμο, όπου έγραψε την Αποκάλυψη, αλλά και στην ελληνικότατη Έφεσο την πατρίδα του Ηράκλειτου και εκεί ήρθε σε επαφή με το ελληνικό πνεύμα. Άρα και ο ίδιος ο Ευαγγελιστής αντιλαμβάνεται πάρα πολύ καλά την σημασία της συνάντησης των Ελλήνων με τον Ιησού Γι΄ αυτό και την περιλαμβάνει στην Ευαγγελική περικοπή που αναφέρεται στην θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα .
Πέραν αυτού υπάρχουν σαφείς αναφορές του Ευαγγελίου στους Έλληνες. Στο στίχο 7, 35 οι Ιουδαίοι εμφανίζονται να προλέγουν ασυνείδητα ότι ο Χριστός θα κηρυχθεί στους Έλληνες: «ποῦ οὗτος μέλλει πορεύεσθαι ὅτι ἡμεῖς οὐχ εὑρίσκομεν αὐτόν ; μή εἰς τήν διασποράν τῶν Ἑλλήνων μέλλει πορεύεσθαι καί διδάσκειν τούς Ἕλληνας ;».Και κάτι περισσότερο: ο Ιωάννης εμφανίζει τη δημόσια δράση του Ιησού στην ολοκλήρωσή της τη στιγμή ακριβώς που Έλληνες ζητούν να Τον δουν (12, 20). Την επαφή με τους Έλληνες θεωρεί ο Ιησούς ως την «ώρα», δηλαδή τον προκαθορισμένο από το σχέδιο του Θεού «καιρό», που θα «δοξασθῇ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου» με την επάνοδό του στη δόξα του Θεού δια μέσου του σταυρού και της αναστάσεως.
Η φράση αυτή του τετάρτου ευαγγελίου υπενθυμίζει όσα ισχύουν και για τον Παύλο: η προσχώρηση των Ελλήνων στον Χριστιανισμό ήταν το πιο εντυπωσιακό ιστορικό γεγονός του αρχικού Χριστιανισμού . Συνεπώς Χριστιανισμός και Ελληνισμός είναι δύο ιστορικά μεγέθη τα οποία με τη συνάντησή τους γέννησαν ένα νέο κόσμο μέσα από τις αλληλεπιδράσεις, τις ανταλλαγές, αλλά και τις συγκρούσεις τους.
Η συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνισμού
Πρόδρομοι του Χριστιανισμού ήταν αναμφίβολα η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία και πολιτισμός αλλά και οι έλληνες φιλόσοφοι . Οι παραστάσεις Ἑλλήνων ἀρχαίων φιλοσόφων (Ἡρακλείτου, Θαλῆ, Πλάτωνος κ.λπ.) στοὺς νάρθηκες τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν στὸ Βυζάντιο / Ῥωμανία εἶναι ἡ χριστιανικὴ καταξίωση αὐτῆς τῆς ἀναζήτησης («ὡς προειπόντες τὴν ἔλευσιν Χριστοῦ»). Δίκαια ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ συνήθιζε νὰ λέγει, ὅτι «δὲν μποροῦμε νὰ γίνουμε χριστιανοί, ἂν δὲν γίνουμε πρῶτα Ἕλληνες» .
«Πᾶσα ἡ ποίησις Ὁμήρου ἀρετῆς ἐστιν ἔπαινος» – θὰ παρατηρήσει ὁ Χριστιανὸς – Ἕλληνας Μέγας Βασίλειος (379), γράφει ο π. Γ. Μεταλληνός .
Η προετοιμασία για τη γνωριμία του ελληνικού πολιτισμού με τον Χριστιανισμό ξεκίνησε τον 3ο π.Χ. αι. από τον Μ. Αλέξανδρο και τους διαδόχους του. Ολόκληρος ο τότε κόσμος ήταν ενωμένος με βάση έναν πολιτισμό: τον ελληνικό. Στο πλαίσιο αυτού του κόσμου, το Ιουδαϊκό κράτος άρχισε να επηρεάζεται από το ελληνικό πνεύμα στην πολιτική και στην κοινωνική του ζωή, στα γράμματα και στην παιδεία του. Στη συνέχεια, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία διατήρησε αυτήν την πολιτική και πολιτισμική ενότητα, εισάγοντας τα ρωμαϊκά ήθη και τους νόμους. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον γεννήθηκε ο Χριστιανισμός.
Ως γνωστόν η φιλοσοφία περιέχει την αναζήτηση της Αλήθειας και της φύσης των όντων. Και η Αλήθεια είναι αυτή για την οποία είπε ο Κύριος ότι «Εγώ είμαι η Αλήθεια». Δεχόμαστε, ακόμη, ότι η φιλοσοφία προετοιμάζει για τη γαλήνη του Χριστού, γυμνάζει το πνεύμα, ξυπνά τη νοημοσύνη και την καθιστά ικανή να εξακολουθήσει την αναζήτηση της αληθινής φιλοσοφίας . «Όπως είναι δυνατό να είναι κανείς πιστός, ακόμη κι αν είναι αγράμματος, με τον ίδιο τρόπο υποστηρίζουμε ότι είναι αδύνατο χωρίς τη μάθηση να καταλάβει κάποιος ολόκληρο το περιεχόμενο της πίστης» .
Αργότερα, τον 1ο μ.Χ. αι., ο Απ. Παύλος με το δυναμικό άνοιγμά του στα έθνη δηλώνει τον οικουμενικό χαρακτήρα του Χριστιανισμού. Κηρύττει σε μια οικουμενική αυτοκρατορία, τη ρωμαϊκή, και σε μια οικουμενική γλώσσα, την ελληνική.
Αυτή η εξάπλωση του Χριστιανισμού στον εθνικό κόσμο είχε ως αποτέλεσμα πολλοί καλλιεργημένοι εθνικοί να βαπτιστούν χριστιανοί και αρκετοί από αυτούς να γίνουν και μάρτυρες. Από αυτούς προέρχονται οι Απολογητές και οι Αποστολικοί Πατέρες, οι πρώτοι που συνέδεσαν γόνιμα τον Ελληνισμό με τον Χριστιανισμό. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, τα δύο αυτά μεγέθη συμπορεύονται στην ιστορία.
Η Προσφορά του Ελληνισμού στον Χριστιανισμό
Από την εποχή του Απόστολου Παύλου και την επίσκεψή του στον Άρειο Πάγο στην Αθήνα, ο Ελληνισμός άσκησε επιρροή στη μορφή και στον τρόπο έκφρασης του Χριστιανισμού. Ειδικότερα: Η ελληνική γλώσσα στάθηκε το κατεξοχήν μέσο χάρη στο οποίο οι Πατέρες και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς μπόρεσαν να μεταγγίσουν τα μηνύματα του Ευαγγελίου στην ψυχή των ανθρώπων. Η Καινή Διαθήκη, τα περισσότερα από τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας, το Σύμβολο της Πίστεως, οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων καταγράφηκαν στην ελληνική γλώσσα.
Εκτός από την ελληνική γλώσσα, στην ανάπτυξη και στην εξάπλωση του Χριστιανισμού συνέβαλε και η ελληνική φιλοσοφία. Οι τεχνικές της ρητορείας και οι συλλογιστικές μέθοδοι της φιλοσοφίας βοήθησαν τον Χριστιανισμό να διατυπώσει με σαφήνεια τα δόγματά του. Όροι όπως «πρόσωπο», «υπόσταση», «ουσία», «ενέργεια», «γνώση», «ζωή» απέκτησαν νέο, χριστιανικό, περιεχόμενο και εμπλουτίστηκαν. Σε ερωτήματα και προβλήματα της ελληνικής φιλοσοφίας απάντησαν οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, επιχειρώντας μια σύνθεση Ελληνισμού και Χριστιανισμού.
Ο ελληνικός κόσμος πάντοτε ενδιαφερόταν για τις ηθικές και τις ανθρωπιστικές αξίες, για την παιδεία. Γι’ αυτό και η έννοια του «καλοῦ κὰγαθοῦ» πολίτη, η δικαιοσύνη και ο σεβασμός συνδέθηκαν με τη χριστιανική αγάπη, με την χωρίς διακρίσεις ελευθερία όλων των ανθρώπων και με την πίστη στην αλήθεια του Χριστού.
Οι καλές τέχνες του Ελληνισμού, η αρχιτεκτονική, η γλυπτική, η ζωγραφική, καθώς και η λογοτεχνία, έδωσαν την ευκαιρία στον Χριστιανισμό να εκφράσει τη θεολογία του με μορφές εικαστικές (εικόνες, ψηφιδωτά), αρχιτεκτονικές (ρυθμοί ναών) και με το λόγο (εκκλησιαστικοί ύμνοι, θεολογικός λόγος).
Μορφές κοινωνικής ζωής, δημόσιας και ιδιωτικής, των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων πέρασαν στον Χριστιανισμό και συνετέλεσαν στη διαμόρφωση της παράδοσής του. Π.χ. η αρχαία τραγωδία προσέφερε τη μορφή και τη δομή της στη Θεία Λειτουργία, έθιμα των αρχαίων Ελλήνων σχετικά με την ονοματοδοσία, το γάμο, το θάνατο πέρασαν στην καθημερινότητα και στις τελετές του Χριστιανισμού, χωρίς να αλλοιώνεται τίποτα από την αλήθεια της πίστης.
Επιδράσεις του Χριστιανισμού στον Ελληνισμό
Ο Χριστιανισμός δεν παρέλαβε μόνο πολιτισμικά αγαθά από τον Ελληνισμό, αλλά προσέφερε με την πνευματικότητά του το «καινό» μήνυμα στην ελληνική σκέψη. Ξεπεράστηκε η απρόσωπη αντίληψη της ελληνικής φιλοσοφίας για τον Θεό. Οι σχέσεις Θεού και ανθρώπου λαμβάνουν προσωπικό και δυναμικό χαρακτήρα. Ο Θεός μπαίνει στην ιστορία, σαρκώνεται και πάσχει, ανασταίνεται και σώζει τους ανθρώπους. Είναι Θεάνθρωπος, συνομιλεί και συναναστρέφεται με τον άνθρωπο, χωρίς να χάσει τη θεϊκή του φύση. Δεν καταδυναστεύει τον άνθρωπο, αλλά είναι φίλος του.
Η αντίληψη της χριστιανικής πίστης για τον κόσμο διαφέρει από αυτήν της ελληνικής σκέψης, η οποία είναι θεμελιωμένη στη μοίρα που καθορίζεται είτε από τη φύση είτε από τους θεούς. Ο κόσμος στον Χριστιανισμό είναι δημιούργημα του Θεού, έχει αρχή και τέλος. Θεός και κόσμος στον Χριστιανισμό δεν ταυτίζονται, ούτε το μέλλον είναι προδιαγεγραμμένο από το Θεό. Ο άνθρωπος ζει μέσα στο φυσικό κόσμο, αλλά ο Χριστιανισμός τον απαλλάσσει από την υποταγή του στις φυσικές δυνάμεις και από τη δεισιδαιμονία. Είναι ελεύθερος να οικοδομεί τη ζωή του και να επικοινωνεί με τη θέλησή του με τον Θεό.
Στην Ιστορία δε διατηρείται η κυκλική αντίληψη που είχαν οι αρχαίοι γι’ αυτήν, αλλά εισάγεται η ευθύγραμμη πορεία που οδηγεί προς τον καινούριο κόσμο, τη «Βασιλεία» του Θεού. Στην ιστορική πορεία κάθε άνθρωπος είναι μια μοναδική και ανεπανάληπτη προσωπικότητα και μάλιστα είναι συνυπεύθυνος με τον Θεό για τον κόσμο. Είναι συνοδοιπόροι.
Ο άνθρωπος είναι δημιούργημα, «εικόνα» του Θεού. Σώμα και ψυχή αποτελούν μιαν αδιάσπαστη ενότητα. Δε θεωρείται πια το σώμα φυλακή της ψυχής, όπως υποστήριζε ο Πλάτωνας. Η σωτηρία του ανθρώπου με την «ανάσταση νεκρών» αναφέρεται και στο σώμα. Αυτές οι αρχές για την αξία του ανθρώπου και την αναβάθμιση του σώματος, του υλικού μέρους του ανθρώπου, άνοιξαν νέα πεδία ελευθερίας στην ανθρώπινη ύπαρξη. Το ανθρώπινο σώμα είναι ναός του Θεού και έτσι το πνεύμα παύει να περιφρονεί την ύλη που ως τότε θεωρούνταν κατώτερη.
Οι χριστιανικές αρετές της αγάπης, της καλοσύνης και της ανιδιοτέλειας προστέθηκαν στις αξίες του κλασικού Ελληνισμού, ανανέωσαν και οργάνωσαν την κοινωνία. Το ευαγγελικό μήνυμα της αλληλεγγύης, της ελευθερίας και της ισότητας ανατρέπει κοινωνικά στεγανά και συγκρούεται με κατεστημένα συμφέροντα και ιδεολογίες.
Το πνεύμα της οικουμενικότητας που κομίζει ο Χριστιανισμός ξεπερνά τα γεωγραφικά και πολιτιστικά όρια του ελληνικού κόσμου. Το «οὺκ ἓνι Ἕλλην και ‘Iουδαίος» του Απ. Παύλου (Γαλ. 3,28) προκαλεί ρήξη στις παγιωμένες αντιλήψεις περί ανθρώπου. Δεν υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες φυλές ή έθνη. Ο απόλυτος ορθολογισμός της ελληνικής σκέψης, η επιμονή πολλές φορές στη φυλετική και στην εθνική ανωτερότητα των Ελλήνων απαλύνονται με τη χριστιανική διδασκαλία. Ανατρέπονται προκαταλήψεις και διακρίσεις, αφού ο Θεός είναι Πατέρας όλων των ανθρώπων και όλοι, ως παιδιά Του, είναι ίσοι απέναντί Του.
Χριστιανισμός και Ελληνισμός: αντίθεση και σύνθεση
Η σχέση, όμως, Ελληνισμού και Χριστιανισμού, εκτός από γόνιμους συνδυασμούς, δοκιμάστηκε από κρίσεις και συγκρούσεις. Ο εθνικός κόσμος πολέμησε τον Χριστιανισμό με όπλα του τη φιλοσοφία, τη δύναμη της εξουσίας και τους διωγμούς. Ο Χριστιανισμός, όμως, δεν απέρριψε την ελληνική φιλοσοφία, την τέχνη και τον πολιτισμό. Αντίθετα, οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και οι Πατέρες της Εκκλησίας υποστήριζαν πως «σπέρματα αλήθειας» υπάρχουν και στη σοφία των Ελλήνων.
Αργότερα, ύστερα από την επικράτηση της ανεξιθρησκίας, παρουσιάστηκε το φαινόμενο να έχουμε εκρήξεις βίας, αυτή τη φορά από την πλευρά των χριστιανών. Ομάδες φανατισμένων χριστιανών κατέστρεφαν εθνικά ιερά και καταδίωκαν όσους δεν ήταν χριστιανοί. Αυτοκράτορες και τοπικοί ηγεμόνες αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τη βούληση του «όχλου» και να νομιμοποιήσουν τέτοιες ενέργειες.
Αυτές οι πράξεις δεν χαρακτηρίζουν ούτε εκφράζουν το φρόνημα της Εκκλησίας. Προέρχονται από έναν υπέρμετρο ενθουσιασμό και καταδικάζονται και από την παράδοση της Εκκλησίας και από τους Πατέρες.
Όταν οι Πατέρες της Εκκλησίας καταδικάζουν τον αρχαίο κόσμο, απορρίπτουν τις δεισιδαιμονίες και τις προκαταλήψεις του, όμως ποτέ δεν απορρίπτουν τους ανθρώπους ούτε προτρέπουν τους πιστούς σε πράξεις βίας κι αντεκδίκησης. Η αρνητική, κάποιες φορές, αναφορά στον όρο «Ἕλλην» στα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας αναφέρεται στους εθνικούς, γιατί σ’ αυτούς τους αιώνες η λέξη «Έλληνας» δε δηλώνει καταγωγή, αλλά είναι συνώνυμο όσων ακολουθούσαν την εθνική λατρεία, ανεξαρτήτως καταγωγής ή φυλετικής προέλευσης.
Ο Χριστιανισμός σέβεται την αρχαία σοφία και τα διδάγματα του ελληνικού πνεύματος. Ο Ελληνισμός είναι το πολιτισμικό λίκνο μέσα στο οποίο εκφράστηκε η Αλήθεια του Χριστιανισμού. Αυτή την κληρονομιά ο χριστιανός δεν την αποβάλλει. Την κρατάει και την πλουτίζει με νέα έμπνευση: την αγάπη, την πίστη, την ελπίδα για το νέο κόσμο του Θεού.
Έχοντας όλα αυτά κατά νου , μπορούμε να καταλάβουμε απόλυτα την φράση του Ιησού και να ερμηνεύσουμε τις σκέψεις του για την σημασία της συνάντησης με τους Έλληνες , που γι΄ αυτόν αποτελούσε συνάντηση δύο φιλοσοφικών μεγεθών που θα άλλαζαν τον ρου της ιστορίας και φυσικά του κόσμου με εφαλτήριο τον Ελληνικό πολιτισμό. Ο Ιησούς γνώριζε ή καταλάβαινε ότι η συνάντηση με τους Έλληνες δεν ήταν μια απλή συνάντηση ρουτίνας αλλά μια συνάντηση με εκπροσώπους ενός πολιτισμού που κυριαρχούσε στον τότε γνωστό κόσμο .
Επί τοου αυτού θέματος ο πατήρ Γ. Μεταλληνός σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ἡ ἕνωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στὰ πρόσωπα τῶν γνήσιων ἀναζητητῶν τῆς Ἀλήθειας, μὲ τὸν Χριστιανισμό, ὡς ἐνσάρκωση τῆς Παναλήθειας στὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ἄρχισε μὲ τοὺς Ἑλληνιστὲς στὴν Παλαιστίνη (ἑλληνιστὲς ἦσαν καὶ οἱ «ἑπτά» – διάκονοι – πρβλ. τὰ ἑλληνικὰ ὀνόματά τους: Στέφανος, Νικόλαος, Τίμων, Παρμενᾶς, Φίλιππος, Πρόχορος, Νικάνωρ) ὁ σημαντικότερος ἀπὸ τοὺς ὁποίους, ἀπὸ πλευρᾶς κυρίως ἑλληνικῆς παιδείας, ἦταν ὁ Ἀπ. Παῦλος. Ἡ μεγάλη συμβολή του ἐντοπίζεται στὸ γεγονός, ὅτι – μέσῳ κυρίως αὐτοῦ – ὁ Χριστιανισμὸς ἀπέφυγε τὸν κίνδυνο νὰ γίνει μία «Ἰουδαϊκὴ αἵρεση», ἀναδεικνυόμενος σὲ παγκόσμια ὑπόθεση, ὁ ἴδιος δὲ δίκαια θὰ ὀνομασθεῖ «ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν», ὁ κατεξοχὴν δηλαδὴ ἀπόστολος τοῦ ἐθνικοῦ (ἑλληνικοῦ) κόσμου».
Συνεπώς όσοι χαρακτηρίζουν ιστορική ανακρίβεια τον όρο Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός, είτε αγνοούν την ιστορική αλήθεια , είτε εξυπηρετούν ιδεολογικές ή άλλες σκοπιμότητες. Εν πάση περιπτώσει όλο αυτό το περιεχόμενο της ιστορίας καλούμαστε οι σημερινοί Έλληνες να μελετήσουμε και κατανοήσουμε διαχειρίζοντάς το με σεβασμό και οικοδομώντας πάνω σ΄ αυτό συνεχίζοντας την ιστορική πορεία του Ελληνισμού !!
Πηγές : ebooks.edu.gr , vizantinaistorika ,π. Γεώργιος Μεταλληνός – Χριστιανισμὸς καὶ Ἑλληνικότητα στὴν συνάντησή τους.