Τράπεζες:Ρίχνουν το βάρος στις ρυθμίσεις για την οριστική εξυγίανση οι τράπεζες!!
Βασικό εργαλείο για την θεραπεία των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ο εξωδικαστικός μηχανισμός
Ρεπορτάζ
Αγης Μάρκου
Στοίχημα αποτελεί για τις τράπεζες η αξιοποίηση του ανανεωμένου εξωδικαστικού μηχανισμού για την σύγκλιση των δεικτών καθυστερήσεων με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο μέσα στην επόμενη διετία.
Σύμφωνα με τα επιχειρησιακά τους πλάνα, το υφιστάμενο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τεσσάρων συστημικών ομίλων, θα μειωθεί κατά κύριο λόγο με αναδιαρθρώσεις, διμερείς ή πολυμερείς.
Στο πλαίσιο αυτό, οι διοικήσεις τους ποντάρουν στην αύξηση της ζήτησης για ρυθμίσεις μέσω του συγκεκριμένου εργαλείου, που πλέον παράγει ευνοϊκότερες λύσεις αποπληρωμής ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Συγκεκριμένα, το δυνητικό κούρεμα επί κεφαλαίου και τόκων μετά την τελευταία νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης, αυξάνεται έως 28%, ενώ το επιτόκιο για τα τραπεζικά χρέη είναι σταθερό 3% για τα τρία πρώτα χρόνια.
Ποδαρικό με το δεξί
Λόγω των ευνοϊκότερων όρων, εκτιμάται ότι την επόμενη διετία η ζήτηση για τον μηχανισμό εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών θα ενισχυθεί σημαντικά, διευκολύνοντας τους σχεδιασμούς περαιτέρω μείωσης των κόκκινων δανείων.
Προς αυτήν την κατεύθυνση τα μηνύματα από το ξεκίνημα του 2024 είναι ενθαρρυντικά. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών τον Ιανουάριο καταγράφηκε νέο ιστορικό υψηλό στις εκκινήσεις αιτήσεων στην πλατφόρμα του εξωδικαστικού.
Συγκεκριμένα, υποβλήθηκαν συνολικά 5.031 νέα αιτήματα, ενώ ρυθμίστηκαν τα χρέη 1.075 οφειλετών, με συνολικά αρχικά ανοίγματα 425 εκ. ευρώ.
Με τον τρόπο αυτό, οι συνολικές επιτυχείς ρυθμίσεις από την έναρξη λειτουργίας του μηχανισμού έφτασαν τις 13.101 και αντιστοιχούν σε συνολικές οφειλές της τάξης των 4,8 δισ. ευρώ.
Η ακτινογραφία των χαρτοφυλακίων
Στο εννεάμηνο του 2023, με βάση τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των 4 μεγαλύτερων τραπεζών της χώρας διαμορφωνόταν σε 8,6 δισ. ευρώ.
Από αυτά, περί τα 2 δισ. ευρώ αναμένεται να ενταχθούν στον τρίτο κύκλο του προγράμματος κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής», μειώνοντας το μέσο δείκτη NPE στη ζώνη του 4%.
Τα υπόλοιπα 5,6 δισ. ευρώ θα ρυθμιστούν, θα διαγραφούν ή θα επιχειρηθεί η ανάκτησή τους μέσω πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης.
Το θετικό για τις τράπεζες είναι ότι διαθέτουν επάρκεια προβλέψεων για το τελικό καθάρισμα των ισολογισμών τους, αλλά και ισχυρή κερδοφορία για την αναπλήρωση ενδεχόμενων πρόσθετων ζημιών.
Αναλυτικότερα, τα κόκκινα χαρτοφυλάκιά τους διαμορφώνονταν στο τέλος του περασμένου Σεπτεμβρίου στα ακόλουθα επίπεδα:
Η Εθνική Τράπεζα εμφάνιζε απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ύψους 1,7 δισ. ευρώ.
Από αυτά, τα 600 εκατ. ευρώ περίπου θα τιτλοποιηθούν με χρήση των κρατικών εγγυήσεων του προγράμματος «Ηρακλής».
Μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής, ο δείκτης NPE του ομίλου θα προσεγγίσει το 3%.
Από τα υπόλοιπα 1,1 δισ. ευρώ, τα 500 εκατ. ευρώ βρίσκονται σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, τα 500 εκατ. ευρώ είναι ρυθμισμένα με καθυστέρηση μικρότερη των 30 ημερών και τα υπόλοιπα 100 εκατ. ευρώ ρυθμισμένα με καθυστέρηση μεγαλύτερη των 30 ημερών.
Η Τράπεζα Πειραιώς είχε στον ισολογισμό της μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα συνολικού ύψους 2,1 δισ. ευρώ:
– 600 εκατ. ευρώ έχουν καταγγελθεί, εκ των οποίων τα μισά εκτιμάται ότι θα διευθετηθούν οριστικά μέσω ρυθμίσεων και ρευστοποιήσεων.
– 900 εκατ. ευρώ, που δεν έχουν καταγγελθεί, εκ των οποίων τα 250 εκατ. ευρώ θα διευθετηθούν έως και το τέλος του 2024
– 600 εκατ. ευρώ ρυθμισμένα, που δεν εμφανίζουν καθυστέρηση και αναμένεται να χαρακτηριστούν ως πράσινα τους επόμενους 12 – 18 μήνες.
Στη Eurobank τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ανέρχονταν σε 2,1δισ. ευρώ. Από αυτά τα 800 εκατ. ευρώ έχουν ρυθμιστεί.
Επί του συνόλου, 800 εκατ. ευρώ προέρχονται από την επιχειρηματική πίστη, 500 εκατ. ευρώ από τη στεγαστική, 400 εκατ. ευρώ από τον τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών και 100 εκατ. ευρώ είναι καταναλωτικά δάνεια.
Η Alpha Bank είχε στο ενεργητικό της μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ύψους 2,7 δισ. ευρώ από την ελληνική αγορά.
Από αυτά, η πλειονότητα, τα 1,3 δισ. ευρώ είναι στεγαστικά δάνεια, γεγονός που δημιουργεί αισιοδοξία για την οργανική θεραπεία του μεγαλύτερου μέρους τους, στο σημερινό περιβάλλον αύξησης των τιμών στην κτηματαγορά.
Ακολουθούν τα δάνεια των πολύ μικρών επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών με 600 εκατ. ευρώ, ενώ 400 εκατ. ευρώ προέρχονται από την καταναλωτική πίστη και 400 εκατ. ευρώ από το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο.O.T.