Τράπεζες:Κρίσιμες για τα κέρδη οι αποφάσεις της ΕΚΤ στην Αθήνα!!Οι ελάχιστες υποχρεωτικές καταθέσεις!!
Στην Αθήνα αναμένεται στα τέλη Οκτωβρίου να συνεδριάσει το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ
Ιδιαίτερα κρίσιμη για την πορεία της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών είναι η επόμενη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), που θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα στα τέλη Οκτωβρίου.
Οι αποφάσεις που θα ληφθούν θα έχουν άμεση επίδραση στα αποτελέσματα των επόμενων τριμήνων.
Η πρώτη αφορά στα επιτόκια στη ζώνη του ευρώ και η δεύτερη στις ελάχιστες υποχρεωτικές καταθέσεις (minimum reserves) που πρέπει να τηρούν τα πιστωτικά ιδρύματα στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Αναφερόμενοι στη νομισματική πολιτική, τραπεζικές πηγές σημειώνουν πως είναι η πρώτη φορά από τον Ιούλιο της περυσινής χρονιάς που υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να μπει φρένο στον τρέχοντα κύκλο αυστηροποίησής της.
Η διαμάχη μεταξύ «γερακιών» που τάσσονται υπέρ μίας νέας αύξησης των επιτοκίων με στόχο τον έλεγχο του πληθωρισμού και των «περιστεριών» που θεωρούν ότι το υψηλό κόστος δανεισμού θέτει σε κίνδυνο τις μακροοικονομικές ισορροπίες στη Γηραιά Ήπειρο συνεχίστηκε το τελευταίο διάστημα, με εκατέρωθεν δημόσιες τοποθετήσεις.
Μένει να φανεί ποια πλευρά θα επικρατήσει. Επίσης, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένονται και οι δηλώσεις της επικεφαλής της Ευρωτράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ στη συνέντευξη τύπου που θα παραχωρήσει μετά την ολοκλήρωση του επικείμενου διοικητικού της συμβουλίου.
Κι αυτό διότι από αυτές θα εξαχθούν συμπεράσματα για το χρονικό ορίζοντα διατήρησης των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα.
Πώς επηρεάζονται τα έσοδα
Πρόκειται για ζητήματα που θα επιδράσουν στην οργανική κερδοφορία των τραπεζών, η οποία από το τελευταίο τρίμηνο του 2022 έως σήμερα καταγράφει σημαντική άνοδο, ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης των καθαρών επιτοκιακών εσόδων.
Σε αυτό το διάστημα οι τράπεζες επωφελήθηκαν τα μέγιστα από την αναπροσαρμογή των ευρωπαϊκών επιτοκίων στα υψηλότερα επίπεδα από τη δημιουργία της ΟΝΕ, καθώς πέρασε αυτόματα στις δόσεις της πλειονότητας του υφιστάμενου αποθέματος δανείων.
Μία νέα απόφαση αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής, κατά τον ίδιο τρόπο, θα δώσει περαιτέρω ώθηση στα έσοδα από τόκους. Ωστόσο, σε αυτό το σενάριο ελλοχεύουν και σοβαροί κίνδυνοι. Συγκεκριμένα:
Τα νέα δάνεια θα καταστούν ακριβότερα, επηρεάζοντας αρνητικά τη ζήτηση για χορηγήσεις από επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Εκτός κι αν οι τράπεζες επιλέξουν να κουρέψουν τα περιθώρια κέρδους τους.
Θα αυξηθεί ο κίνδυνος δημιουργίας νέων επισφαλειών, δεδομένου ότι πάνω από 9 στα 10 δάνεια σε επιχειρηματική και καταναλωτική πίστη έχουν δοθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Στη στεγαστική πίστη από την άλλη πλευρά δεν θα υπάρξει κανένα όφελος για τις τράπεζες, καθώς σε όλα τα εξυπηρετούμενα ανοίγματα της κατηγορίας έχει τεθεί πλαφόν στα επιτόκια έως και το καλοκαίρι του 2024.
Είναι πιθανό να ακολουθήσει ένα νέο κύμα πρόωρων αποπληρωμών από αξιόχρεους πελάτες, με επαρκή ρευστότητα, πιέζοντας τα έσοδα από τόκους.
Στις καταθέσεις οι τράπεζες είναι πιθανό να προχωρήσουν σε πιο επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων στους λογαριασμούς προθεσμίας, εξέλιξη που θα οδηγήσει σε επιβάρυνση της οργανικής τους κερδοφορίας.
Στο θέμα αναφέρθηκε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης την περασμένη εβδομάδα, κάνοντας λόγο για συμφωνία με τις τράπεζες να προχωρήσουν σε βελτίωση των όρων διάθεσης των καταθετικών τους προγραμμάτων.
Οι ελάχιστες υποχρεωτικές καταθέσεις
Επιπτώσεις στην καθαρή κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών θα έχει στα επόμενα τρίμηνα και μία ενδεχόμενη αύξηση του ποσοστού των ελάχιστων υποχρεωτικών καταθέσεων (minimum reserves), που πρέπει να τηρούν στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατ΄ απαίτηση της ευρωπαϊκής νομισματικής αρχής.
Το θέμα αναμένεται να συζητηθεί στην συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ στην Αθήνα και είναι πιθανό να αποφασιστεί η προς τα πάνω αναπροσαρμογή του.
Ο λόγος γίνεται για τη ρευστότητα που πρέπει να έχουν δεσμευμένη οι ελληνικές τράπεζες στην εγχώρια νομισματική αρχή, για την οποία δεν έχουν πλέον κανένα όφελος.
Σήμερα ανέρχεται στο 1% επί συγκεκριμένων στοιχείων του ενεργητικού τους και δεν αποκλείεται να διαμορφωθεί στο 2% ή και υψηλότερα.
Στο πιο ήπιο σενάριο, η επίπτωση στην κερδοφορία του συστήματος αναμένεται να είναι της τάξης του 1% – 2% το 2024 και του 1% – 1,5% το 2025.Ο.Τ.