ΑΝΑΤΡΙΧΙΛΑ!!ΒΥΖΑΝΤΙΟ!!ΤΟ ΛΙΚΝΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ!!Η ΑΛΗΘΕΙΑ!![ΒΙΝΤΕΟ]

Σήμερα το πρωί, στην εκπομπή της ΕΡΤ 1 «Συνδέσεις», η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ μίλησε για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο διάβα των αιώνων, για το Βυζάντιο και την Αναγέννηση, για τη ρωμιοσύνη και το βυζαντινό ελληνισμό. Με καθαρή σκέψη και καθαρές κουβέντες, όπως πάντα, η εξέχουσα αυτή πανεπιστημιακή και πνευματική προσωπικότητα επισήμανε ότι το Βυζάντιο ήταν ακριβώς το μεγαλείο ολόκληρου του ελληνισμού, καθώς και ότι ο ελληνισμός έλαμψε παντού πάνω από χίλια χρόνια ως βυζαντινός ελληνισμός. Οι αναφορές αυτές επανέφεραν στη μνήμη μου ένα πολύ αξιόλογο κείμενο του Γ. Φτέρη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του μανιάτη Γιώργου Τσιμπιδάρου), που αφορούσε το τέλος του Βυζαντίου και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 22 Ιανουαρίου 1950.
Από το εκτενέστατο αυτό άρθρο του Φτέρη, που έφερε τον τίτλο «Το ώριμο τέλος», παραθέτω τα πλέον χαρακτηριστικά κατά την άποψή μου αποσπάσματα: Οι ιστορικοί –ένας μεγάλος αριθμός από αξιόλογους σύγχρονους ιστορικούς– εβάλθηκαν να αθωώσουνε μια καταδικασμένη λέξη. Καταδικασμένη επί αιώνες ολόκληρους σε ανυποληψία, κάτι χειρότερο μάλιστα, καμωμένη συνώνυμο της πνευματικής στειρότητας, μεταμορφωμένη σε σύμβολο της παρακμής. Μιλάμε για το Βυζάντιο, όχι περιορισμένα για το βυζαντινισμό, δηλαδή την έννοια όπου τυποποιούνται τα κυριώτερα ελαττώματα του βυζαντινού κόσμου από τότε που αρχίζει η κάμψη του – ο αντιδραστικός του φανατισμός, το μικρολόγο, το άγονα μικρολόγο πνεύμα που τον εχαρακτήριζε στη δημόσια ζωή του κι’ η τόσο αντιρασιοναλιστική θέση που έπαιρνε σ’ όλες τις περιστάσεις, ακόμη και τις πιο κρίσιμες. Δεν πρόκειται για τούτο, που επί τέλους αποτελεί μια μορφή της βυζαντινής ζωής αντικειμενικά αξιοκατάκριτη. Μέσα σ’ αυτή την καταδικαστική απόφαση που είχε βγάλει η κρίση της δυτικής Ευρώπης, καθώς ήταν επηρεασμένη από την εχθρική προκατάληψη του καθολικισμού, έμπαινε όλο το Βυζάντιο. Όπου επρόφεραν το όνομά του οι άνθρωποι, είχαν αμέσως τη γεύση της φθοράς. Έβλεπαν το νόμο της φθοράς περασμένον μέσα στην ηθική, στην πνευματική και στην πολιτική διάρθρωση της αυτοκρατορίας. Τόσο που να λησμονιούνται όλες οι υπηρεσίες που είχε προσφέρει, μέσα σε χίλια χρόνια, στη μεγάλη ανθρώπινη υπόθεση. Αυτή η απόφαση δεν ήταν δίκαιη, απόδειξη ότι οι ίδιοι οι δυτικοί βυζαντινολόγοι εργάζονται για την αναθεώρησή της, από τότε που τα κριτήρια της ιστορίας έπαυσαν να επηρεάζονται από τον θρησκευτικό, τον ενδοχριστιανικό φανατισμό. […] Επί χρόνια και χρόνια, η αυτοκρατορία έδινε μ’ ένα αδιαφιλονίκητο κύρος όλα τα πνευματικά, τα οικονομικά και τα πολιτικά της συνθήματα, ως το βάθος της Ανατολής. Κρατώντας τη Μαύρη Θάλασσα και τα Στενά, είχε την αφετηρία που της χρειαζότανε για την εμπορική επέκτασή της. Στη συνείδηση του κόσμου, παρ’ όλες τις θρησκευτικές εχθρότητες, το Βυζάντιο ήταν το λίκνο του ελληνισμού και του χριστιανισμού. Προγενέστερα, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, κατακτημένη πνευματικά από τις ελληνοανατολικές επαρχίες της, έφερε στις μεσογειακές ράτσες, ως τις ακτές του Ατλαντικού ωκεανού, τις έννοιες του πολιτισμού που καθόρισε το ελληνικό πνεύμα. Κι’ όταν η Ρώμη καταποντίστηκε κάτω από τα απότομα κύματα που ήρθανε από τις περιοχές των βαρβάρων, ήταν η Κωνσταντινούπολη που έσωσε την πνευματική παράδοση του ανθρώπου. Ανάμεσα στον πρωτόγονο Μεσαίωνα το Βυζάντιο διατηρούσε τη λαμπρότητα του μεγάλου συγχρονισμένου κράτους, του νέου, του προοδευτικού, του ραφινάτου σ’ όλες τις ιδιωτικές και τις δημόσιες εκδηλώσεις του, που διέθετε πλούσιους οργανωμένους πόρους, που είχε τέχνη και διανόηση. Καιρούς και καιρούς επροστάτευε το χριστιανισμό, αποκρούοντας τις επιδρομές της Ασίας. Επί αιώνες η Πόλη έμεινε η βασίλισσα των θαλασσών, από τους δικούς της υγρούς δρόμους επερνούσαν όλα τα εμπορικά, καθώς έρχονταν στη Μεσόγειο από τις πιο μακρινές χώρες. Το Βυζάντιο εμύησε τη Ρωσία θρησκευτικά κι’ εμπορικά. Η οικονομική ακτινοβολία του έφτανε ως την άλλη άκρη της Ευρώπης, ως τη Λουμπέκη, ως τη Μπρουζ. Κι’ όταν έπεσε, όπως βεβαιώνουν τώρα οι ιστορικοί, ήταν σαν νάχασε τη χάρη του ο κόσμος. Ό,τι υπήρχε, σε χλιδή, σε διάθεση για το όνειρο, σε λεπτότητα για να επικοινωνήσει ο κόσμος με την καλλιτεχνική και την πνευματική πολυτέλεια που αντιπροσώπευαν οι ελληνικές παραδόσεις της Ανατολής, όλο το γούστο του στοχασμού, όλη η έλξη του ανθρώπου από τα υλικώς ανωφελή, από τα αμέσως άχρηστα πράματα, όλα χαθήκανε μόλις έπεσε ο βυζαντινός κόσμος. Μ’ αυτές τις παρατηρήσεις θελήσαμε να αποδείξουμε πόσο η σημερινή απροκατάληπτη ιστορία αισθάνεται επί τέλους την ανάγκη να αποκαταστήσει ηθικά το Βυζάντιο. Το ότι έπεσε ύστερα από χίλια χρόνια στην παρακμή, δε σημαίνει ότι επρόδωσε την αποστολή του. Απλούστατα σημαίνει ότι ακολούθησε κι’ εκείνο τη μοίρα του. Για τούτο ο στοχασμός της ιστορίας, παρ’ όλο το σκεπτικισμό που μας δίνει, στο βάθος δεν είναι ποτέ απαισιόδοξος. Οι θάλασσες μένουν οι ίδιες, τα σχήματα των βουνών τα ίδια, ίδια τα ρεύματα των ποταμών. Αλλά οι άνθρωποι ανάμεσα από τις καταστροφές τους διαρκώς ανανεώνονται. Ύστερα από την 4η Σταυροφορία και την επανίδρυση της αυτοκρατορίας στο τέλος του 13ου αιώνα, το Βυζάντιο δεν έχει πια το κουράγιο να ανασυγκροτηθεί. Μέσα του καταλαβαίνετε πως έχουν κλονιστεί οι δυνάμεις οι απαραίτητες για την επιβίωση. Σημειώνεται μ’ άλλα λόγια μια πτώση ψυχολογική. Το Βυζαντινό κράτος, εκείνο που είχε μείνει, χάνει την παλιά επαφή του με τη θάλασσα. Η πολιτική των Παλαιολόγων, χερσαία και στενή, στηρίζεται τώρα μόνο στις διπλωματικές ευστροφίες της. Τα νησιά του Αρχιπελάγους, που αποτελούσαν ανάμεσα στις δύο ηπείρους έναν κρίκο ενωτικό, χάνονται για το Βυζάντιο. Περνάνε σε ξένους. Σ’ όλη τη Μεσόγειο κυριαρχούν οι Γενοβέζοι, οι Βενετσιάνοι, οι Πιζάνοι, οι Καταλάνοι, οι Τούρκοι, οι κουρσάροι της Αφρικής. Την αστυνομία των θαλασσών, που την είχε άλλοτε με το ναυτικό της η Κωνσταντινούπολη, δεν την έχει τώρα κανένας. Κι’ αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει ασφάλεια πουθενά. Αφού και το ίδιο το Βυζάντιο, για να επικοινωνεί με διαμερίσματα που τα χωρίζει θάλασσα από το κέντρο, αναγκάζεται να ζητά ξένη βοήθεια. Η πτώση που εσημειώθη στη ναυτική δύναμη είχε τον αντίκτυπό της σ’ όλη τη βυζαντινή ζωή. Όλες οι αρχαίες ελληνικές αρετές του λαού άρχισαν λίγο-λίγο να χάνονται. Χάνεται η τάξη, χάνεται η τέχνη, και το πιο φοβερό χάνεται μαζί κι’ η αυτοπεποίθηση. Ο βυζαντινός στρατιώτης δεν έχει πια το παλιό πολεμικό πάθος, αυτό που του έδινε την ικανότητα να εξουδετερώνει όλους τους κινδύνους που χτυπούσαν την Πόλη, από τα Βαλκάνια κι’ από την Ανατολή. Έπεσε μ’ άλλα λόγια εκείνο που ονομάζομε ανθρώπινη ποιότητα.
Έρχεται έπειτα η επίδραση του καλογερισμού, για να εξαρθρώσει τα πάντα. […] Ο σκοπός της ζωής, από τούτο τον κόσμο, τον απτό, τον πραγματικό, τον άμεσο, μετατίθεται στον άλλον. Ιδανικό γίνεται η αγιοσύνη, ο δρόμος που οδηγεί στην κάθαρση της ψυχής. Ο ηρωισμός, η δύναμη, η σοφία, η γνώση, η θετική ενέργεια, όλα εγκαταλείπονται. Δεν υπάρχουν παρά οι καλόγεροι, φορείς ενός πνεύματος καμωμένου από φανατισμό, από αδράνεια, από μοιρολατρική διάθεση, από προλήψεις κι’ από δεισιδαιμονίες. Η τυφλή θρησκευτική προκατάληψη απαγορεύει την έρευνα, χτυπά την ελεύθερη σκέψη. Όλα στερεύουν μέσα στον πολιτικό, στον ηθικό, στον πνευματικό και στο συναισθηματικό οργανισμό του κράτους. Δεν υπάρχει πουθενά ούτε λυρική ποίηση. Και το φοβερώτερο, δεν υπάρχει εθνικό φρόνημα. Το σκότωσε ο θεολογικός φανατισμός. Η ιδέα της πολιτείας, το καθήκον του ατόμου απέναντί της, η αφοσίωση στην αυτοκρατορία, η έννοια της θυσίας, όλα σβήσανε. Ο στρατός έχασε το αλλοτινό του μεγαλείο. Τι χρειαζότανε ο στρατός αφού υπήρχαν στις εκκλησίες τα άγια λείψανα, υπήρχαν οι τύποι της λατρείας, υπήρχαν οι θαυματουργές ιδιότητες, τα επιτίμια, οι αφορισμοί; Κι’ όλη αυτή η εθνική νάρκωση τη στιγμή που το πολεμικό, το επιθετικό μένος είχε κορυφωθεί στην αντίθετη παράταξη! Δηλαδή στους Τούρκους. Η βυζαντινή ιστορία εκείνης της εποχής δεν παρουσιάζει καμιά προσωπικότητα, καμιά μορφή που θα μπορούσε ν’ αλλάξει το ρεύμα των γεγονότων. Κι’ όμως μέσα σ’ αυτή την έρημο εβλάστησε την τελευταία της ώρα, ποτισμένο από τις παλιές πηγές που ανανέωναν την Κωνσταντινούπολη, όλο το ηρωικό ήθος της αυτοκρατορίας. Μέσα σ’ έναν άνθρωπο, άχρωμο ως εκείνη τη στιγμή, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Στην προσωπικότητά του βρήκε έξαφνα το φορέα της η υπερηφάνεια μιας ολόκληρης φυλής. Κι’ απάντησε με τα χείλη του στον Μωάμεθ όταν του ζήτησε να παραδώσει την Πόλη: «Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστί ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη• κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».