Δεν ξεχνώ…Η σφαγή και η πυρπόληση της Σμύρνης 13 με 17 Σεπτεμβρίου 1922.
Μέσα από τη συγκλονιστική αφήγηση μιας νεαρής Σμυρνιάς αναβιώνει την πιο σκοτεινή σελίδα του ελληνισμού της Μικράς Ασίας , 94 χρόνια μετά τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης το Σεπτέμβριο του 1922.
«Οι γονείς μου κατοικούσαν στη Σμύρνη και ωνομάζοντο Ανδρομάχη και Κωνσταντίνος Χατζημάρκου. Ο πατέρας μου είχε ξενοδοχείο ύπνου, καφενείο και ηλεκτροκίνητο καφετριβείο “η Μόκα” στην προκυμαία της Σμύρνης. Γεννήθηκα στη Σμύρνη, στο ξενοδοχείο μας, στες 15 Μαρτίου του 1909. Επειδή οι αδελφές μου μεγάλωσαν και δεν ήθελε ο πατέρας μου να ζούμε στο ξενοδοχείο, κατοικήσαμε σ’ άλλο προάστειο, τον Κιός Τεπέ. Το σπίτι μας ήταν μία ωραία έπαυλις σ’ένα ύψωμα, από όπου εφαίνετο ωραία η κίνησις του κόλπου…
Η ζωή μας κυλούσε ήρεμη και ανέφελη, την ευτυχία μας δε τη μεγάλωσε ο Ελληνικός στρατός, που κατέλαβε τη Σμύρνη. Θυμούμε μάλιστα με τι λαχτάρα στες 2 Μαΐου 1919 τους υποδεχθήκαμε στο σπίτι μας, τον χορό που έδωσε ο πατέρας μου στον 1ον λόχο των ευζώνων, που ήλθε στο χωριό καθώς και τον Εθνικόν Ύμνον που για πρώτη φορά έπαιξα στο πιάνο με την αδελφούλα μου. Έτσι πέρασαν τρία χρόνια γεμάτα χαρά και ευτυχία, που βλέπαμε τη Σμύρνη μας γαλανόλευκη.
Η ευτυχία μας όμως δεν βάσταξε πολύ• και μια μέρα του 1922, στες 14 Αυγούστου , μάθαμε την οπισθοχώρησι του Ελληνικού στρατού. Στην αρχή μας φάνηκε απίστευτο, γιατί ο εγωϊσμός μας δεν μας άφινε να το πιστέψωμε.
Και όμως ένα Σάββατο… ακούστηκε ο φοβερός ερχομός των Τούρκων…»
Η Αμφιλύκη Χατζημάρκου, ήταν ένα κορίτσι που μεγάλωνε στη Σμύρνη ανέμελα και με σχετική οικονομική άνεση μέχρι την καταστροφή της πόλης το Σεπτέμβριο του 1922. Η αφήγησή της αναβιώνει μια από τις πιο μαύρες σελίδες της ελληνικής ιστορίας, τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης, που σφράγισε επί της ουσίας το θάνατο του ελληνισμού της Μικράς Ασίας και την αποτυχία της υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας. Μικρασιατική Καταστροφή για τους Έλληνες, Αγώνας Ανεξαρτησίας (Kurtuluş Savaşı) για τους Τούρκους …
Το Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 1923 ο τουρκικός στρατός, ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ και οι άτακτοί του, μπήκαν στην Σμύρνη. Επτά μέρες πριν είχε αποχωρήσει και το τελευταίο ελληνικό στρατιωτικό τμήμα από τη Μικρά Ασία με το Μέτωπο να έχει καταρρεύσει από τις παραμονές του Δεκαπενταύγουστου.
Η ήττα του Ελληνικού στρατού και η κατάληψη της πόλης από τους κεμαλικούς βρήκε την οικογένεια της Αμφιλύκης απροετοίμαστη. Αναζήτησαν ασφάλεια «στο στόμα του λύκου», στο ξενοδοχείο της Προκυμαίας, αλλά κατάφεραν να σωθούν με τη βοήθεια ενός άλλου ξενοδόχου μουσουλμάνου, πιθανόν του Ναΐμ Μούλαβιτς, ιδιοκτήτη των «Σμύρνα Παλάς» και «Σπλέντιτ Παλάς». Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι αντάλλασαν εξυπηρετήσεις και προστασία κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας και της ελληνικής κατοχής του 1919-1922, ως τεχνολογία επιβίωσης απέναντι στις υπερβάσεις των αρχών και τη βιαιότητα των ατάκτων ενόπλων ομάδων. Μόνο που τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο του 1922 οι παλιές ασφαλιστικές δικλείδες αποδείχθηκαν ανεπαρκείς…
Φωτιά, μαχαίρι και θάλασσα
Όποιος μπορέσει ας σωθή• η Σμύρνη καίεται
«Την Τετάρτη το βράδυ έρχεται ο Τούρκος ξενοδόχος και μας λέγει: “Όποιος μπορέσει ας σωθή• η Σμύρνη καίεται”» περιγράφει η Αμφιλύκη Χατζημάρκου στην σπάνια σήμερα έκδοση «Από τας ημέρας της Μικρασιατικής Καταστροφής, Αυτοβιογραφίαι των Προσφύγων Κοριτσιών του Οικοτροφείου του Διεθνούς Συνδέσμου Γυναικών» (Αθήνα, 1926). «Βγήκαμε όλοι έξω και βλέπομε τη Σμύρνη να καίεται από τέσσερα μέρη και όλος ο κόσμος να φωνάζη και να μη ξεύρη που πηγαίνει. Ο πατέρας μου βλέποντας το κακό που γινότανε έξω, αποφάσισε να καούμε εκεί για να μη πέσωμε στα χέρια των θηρίων αυτών».
Ο πατέρας μου βλέποντας το κακό που γινότανε έξω, αποφάσισε να καούμε εκεί για να μη πέσωμε στα χέρια των θηρίων αυτών.
«Η απόφασις του ήτο σταθερά. Η μητέρα μου κ’ εμείς με κλάματα τον παρακαλούσαμε να φύγωμε. Τόσο τραγικό το σύμπλεγμα αυτό φάνηκε στον Τούρκο ξενοδόχο που ήρθε και είπε στη μητέρα μας: “Έλα πάρε τα παιδιά σου και θα σωθούμε όλοι μαζί. Έχω ατμάκατο”. Μια αχτίνα χαράς μας παρηγόρησε και αφού μας έδωσαν σκεπάσματα οθωμανικά μαζί με τη μητέρα και αδελφή του ξενοδόχου μας παρέλαβον μερικοί ωπλισμένοι Τούρκοι και μας πήγαν στην ατμάκατο. Προχωρήσαμε λίγο και ύστερα από πολλά εμπόδια, γιατί τα πτώματα των πνιγμένων κτυπούσαν δεξιά και αριστερά στην ατμάκατο, σταθήκαμε στο μέσον του κόλπου. Μπροστά στα μάτια μας είχαμε το τραγικό θέαμα, που μας παρουσιάζει φωτιά, μαχαίρι και θάλασσα.
Σ’ όλη μου τη ζωή δε θα ξεχάσω την τραγική αυτή νύχτα».
Μπροστά στα μάτια μας είχαμε το τραγικό θέαμα, που μας παρουσιάζει φωτιά, μαχαίρι και θάλασσα. Σ’ όλη μου τη ζωή δε θα ξεχάσω την τραγική αυτή νύχτα.
Ο ξεριζωμός ενός μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού, Ελλήνων και Αρμενίων, προς τη μικρασιατική ακτή, που -κατά τους υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου- έφτανε τις 250.000, άρχισε μετά την ήττα του ελληνικού στρατού και την κατάρρευση του Μετώπου στα μέσα Αυγούστου του 1922.
Την επομένη της αναχώρησης και του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από τη Σμύρνη, οι χιλιάδες των προσφύγων Έλληνες και Αρμένιοι που κατέκλυζαν όλο το μήκος της περίφημης Προκυμαίας «Κε» μάταια περίμεναν πλέον τα επιταγμένα ελληνικά πλοία για τη μεταφορά τους στα γειτονικά ελληνικά νησιά. Μετά από παρέμβαση του Αμερικανού Προξένου G. Horton, στάλθηκαν δύο αμερικανικά αντιτορπιλικά για την εξυπηρέτηση των προσφύγων.
Οι μαρτυρίες για όσα συνέβησαν στην πόλη πριν την πλήρη εκκένωση της είναι ανατριχιαστικές. Οι Αρμένιοι και οι Έλληνες άντρες από 15 μέχρι και 45 ετών οδηγήθηκαν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) που βρήκαν τραγικό θάνατο από την εξουθενωτική εργασία και τις ταλαιπωρίες. Περίπου 160.000 άντρες δεν γύρισαν ποτέ. Όλη η Σμύρνη καλύφθηκε από τις στριγκλιές και τα ουρλιαχτά των γυναικών που βιάσθηκαν, οι Ευρωπαίοι μάρτυρες διέκριναν ακέφαλα βρέφη στους δρόμους της αρμένικης συνοικίας, ολόκληρες οικογένειες εκτελέσθηκαν εν ψυχρώ ενώ από τη μανία των Τούρκων δεν γλίτωσαν ούτε οι Γαλλίδες νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού και οι καθολικές αδελφές Τάγματος του Ελέους που σφαγιάσθηκαν εν ώρα καθήκοντος. Ο ευαγγελιστής ιερέας πατήρ Μαλτάς εκτελέσθηκε και ο πρόεδρος του Αμερικανικού Κολεγίου Αλεξ Μακ Λάχλαν υπέστη βασανιστήρια μέχρι θανάτου. Ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός έστειλε αντιπροσωπεία στον Κεμάλ Ατατούρκ ώστε να συγκαταθέσει στην εκκένωση της πόλης.
Όταν η πόλη τυλίχτηκε στις φλόγες στις 13 Σεπτεμβρίου, 19 συνολικά πλοία μπήκαν στη Σμύρνη να σώσουν τον κόσμο.
Συνολικά 300.000 πρόσφυγες πέρασαν στην Ελλάδα.
Οι εμπρησμοί κατέστρεψαν τα 3/5 της έκτασης της Σμύρνης αφήνοντας άθικτη την τουρκική συνοικία. Από τις φωτιές δεν γλίτωσαν ούτε τα πολυτελή κτίρια της πόλης, όπως το Sporting Club, τα κομψά ξενοδοχεία του Και, τα εστιατόρια και οι επαύλεις. Από τις 46 ορθόδοξες εκκλησίες σώθηκαν οι τρεις.
Έφτασαν στην Ελλαδα και άλλαξαν και την μουσική!
Οι ανακοινώσεις της υπηρεσίας αναζήτησης του Ερυθρού Σταυρού «μπλέκονται» με τη μελωδία του τραγουδιού «Θα σπάσω κούπες».
H έκθεση «Σήκω Ψυχή Μου… – Εικόνες και μουσικές των προσφύγων του ’22» εγκαινιάζεται στις 30 Μαΐου στις 19.00 από τον Πρόεδρο της Βουλής Κωνσταντίνο Τασούλα στο Ιδρυμα της Βουλής (Β. Σοφίας 11). Εως 30 Σεπτεμβρίου. Η έκθεση συνοδεύεται από εικονογραφημένο κατάλογο. Είσοδος ελεύθερη.
«Πιστεύουμε ότι θα είναι ένα ενδιαφέρον μουσικό ταξίδι ακόμη και για εκείνους που μπορεί να μην ενδιαφέρονται για την Ιστορία, καθώς θα έχουν την ευκαιρία να ακούσουν το «Δεν σε θέλω πια» σε ηχογράφηση από την Εστουδιαντίνα της Σμύρνης στις αρχές του 20ού ή το «Θα σπάσω κούπες» από το 1908 έως σήμερα σε διαφορετικές εκτελέσεις ανά δεκαετία, από τον Κώστα Ρούκουνα και τη Μαρίκα Παπαγκίκα έως τη Μαρίνα Σάττι» καταλήγουν οι δύο γενικοί επιμελητές.